λαμπαδηφόρος — torch bearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρος — ο αυτός που συμμετέχει σε λαμπαδηφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπαδηφόρε — λαμπαδηφόρος torch bearer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόροι — λαμπαδηφόρος torch bearer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόροις — λαμπαδηφόρος torch bearer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρον — λαμπαδηφόρος torch bearer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρου — λαμπαδηφόρος torch bearer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρους — λαμπαδηφόρος torch bearer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδηφόρων — λαμπαδηφόρος torch bearer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek